- Ξανθίας
- Ξανθίας, ὁ (Α)[Ξάνθος]1. όνομα δούλου πονηρού, κωμικού και αυθάδους, το οποίο ήταν συχνό στην αρχαία ελληνική κωμωδία2. (ως προσηγορικό) α) δούλοςβ) είδος ρίψης τών ζαριών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ξανθίας — Ξανθίᾱς , Ξανθίας Xanthias masc acc pl Ξανθίᾱς , Ξανθίας Xanthias masc nom sg (attic epic doric aeolic) Ξανθίᾱς , Ξανθίης masc acc pl Ξανθίᾱς , Ξανθίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξανθίαι — Ξανθίας Xanthias masc nom/voc pl Ξανθίᾱͅ , Ξανθίας Xanthias masc dat sg (attic doric aeolic) Ξανθίης masc nom/voc pl Ξανθίᾱͅ , Ξανθίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξανθίου — Ξανθίας Xanthias masc gen sg Ξανθίης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξανθία — Ξανθίᾱ , Ξανθίας Xanthias masc nom/voc/acc dual Ξανθίας Xanthias masc voc sg Ξανθίᾱ , Ξανθίας Xanthias masc voc sg (attic) Ξανθίᾱ , Ξανθίας Xanthias masc gen sg (doric aeolic) Ξανθίας Xanthias masc nom sg (epic) Ξανθίᾱ , Ξανθίης masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
Ξανθίαν — Ξανθίᾱν , Ξανθίας Xanthias masc acc sg (attic epic doric aeolic) Ξανθίας Xanthias masc acc sg Ξανθίᾱν , Ξανθίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) Ξανθίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ξανθίᾳ — Ξανθίαι , Ξανθίας Xanthias masc nom/voc pl Ξανθίᾱͅ , Ξανθίας Xanthias masc dat sg (attic doric aeolic) Ξανθίαι , Ξανθίης masc nom/voc pl Ξανθίᾱͅ , Ξανθίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИМЯ, НОМЕН — •Nomen. I. У греков не было родовых И. или фамилий. Новорожденному дитяте давалось И. по выбору родителей, что делалось обыкновенно на 5, 7 или 10 день (см. Άμφιδρόμια). По древнему обычаю, сыну,… … Реальный словарь классических древностей
Имя — • Nomen. I. У греков не было родовых И. или фамилий. Новорожденному дитяте давалось И. по выбору родителей, что делалось обыкновенно на 5, 7 или 10 день (см. Άμφιδρόμια, Амфидромия). По древнему обычаю, сыну, особенно старшему, давалось И … Реальный словарь классических древностей
NOMEN — inrantibus impositum, perectâ Circumcisione Iudaeis, aliis post lustrationem: Omnibus enim gentibus Nomma sua erant seu vocabula, aliis signa, praeter Atlantes, de quibus Pomp. Mela l. 1. c. 8. Ex his, qui ultra deserta esse memoraxtur, Atlantes… … Hofmann J. Lexicon universale